- ὑπεξέχυτ'
- ὑπεξέχυτο , ὑπό-ἐκχέωpour outaor ind mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκχέω — Α 1. αναβλύζω, ξεπηδώ («τὸ δὲ ὑπεξέχυτ αὐτίκα δάκρυ», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. απαλλάσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκχέω «χύνω έξω»] … Dictionary of Greek